Εις Θάνατον

author: Andreas Kalvos
0.0/5 | 0


Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος;

Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας.

Εδώ σίγα• κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα•
Σίγα εδώ, μη ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων.

Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν•
κτυπά με' βίαν• ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα.

Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.

Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον•
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα.

Ω παντοδυναμώτατε!
τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται η τρίχες!... λείπει
η αναπνοή μου!

Ιδού, η πλάκα σείεται...
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κ' εμπρός μου μένει.

Επυκνώθη• λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Τι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου;

Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;... αν άφηκας
τον άδην... ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ' έχη.

―Μη μ' ερωτάς• το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς• τα στήθη,
τα στήθη 'που σ' εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις.



 
COMMENTS