Λιγνὲς σαλεύει, ὁλάργυρες

0.0/5 | 0


Λιγνὲς σαλεύει, ὁλάργυρες φωτίζει τὶς σημύδες
μέσα στὸ δάσος ὡς περνᾶ δροσόπνοη ἡ αὐγή,
μὲ τὰ σφεντάμια ἑφτάχρωμες παίζουν τοῦ ἥλιου οἱ ἀχτίδες,
λούζονται ξανθοπράσινα τὰ φράξα στὴν πηγή.

Κοτσίφια γύρω στὰ κλαδιὰ καὶ κίχλες τραγουδοῦνε,
πρὸς τὸν ἀέρα καὶ στὸ φῶς σκορποῦν σκοπὸ φαιδρό·
καὶ τὰ ἐλάτια ὁλόγυρα τὴ θλίψη τους ξεχνοῦνε,
θαρρεῖς, μπροστὰ στὸ ὁλόφωτο τῆς λίμνης τὸ νερό.

Αὐγή, εἶσαι σὺ ποὺ μέσα μου σὲ νιώθω ὅλη χυμένη,
στὸ στῆθος μου ὡς νὰ βλάστησαν τὰ φύτρα σου χλωρά,
ἢ ἐσεῖς, ποὺ κάθε μου χαρὰ σὲ σᾶς ἔχω κλεισμένη,
ὡραῖα μάτια, μοῦ σκορπᾶτε ἐδῶ τόση χαρά;

Ὢ ἂν εἶστε σεῖς, γελᾶτε μου, γελᾶτε μου· ὁ αὐλός μου,
τὴ δροσερή σας τὴ χαρὰ μὲς στὴν αὐγὴ λαλεῖ·
κι ἀνίσως ἔκοψες γι᾿ αὐτὸν τ᾿ ἀγριόροδα ἐδῶ μπρός μου
σκύψε κοντὰ καὶ στόλισ᾿ τὸν γύρω μ᾿ αὐτά, καλή.



 
COMMENTS