Eλεύθεροι πολιορκημένοι

0.0/5 | 0


Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,

κι αν στο κρυφό μυστήριο ζούν πάντα τα παιδιά σου

με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια,

τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,

που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια

(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Βαϊώνε!

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα•

ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει,

που μέρη τόσα φαίνονται καί μέρη 'ναι κρυμμένα!

Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,

κι ευθύς εγώ τ' ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;

Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του καί το ξερό χορτάρι.

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,

και σα θολώσουν τα νερά, και τ' άστρα σαν πληθύνουν,

ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.

«Αραπιάς άτι, Γάλλου νούς, βόλι Τουρκιάς, τοπ' Άγγλου!

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι,

κι αλιά, σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν!

Αθάνατή 'σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ήσυχάζεις;».

Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τουτά 'π' ο ξένος ναύτης.

Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν καί κλαίνε,

και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους

ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.

(Παραλλαγή)

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,

κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ' άστρα,

ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.

Γέρος μακριά, π' απίθωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του,

το πέταξε, τ' αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:



 
KOMENTARZE