Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΑ ΟΡΓΚΑΘ

0.0/5 | 0


Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΑ ΟΡΓΚΑΘ

Βασισμένο στον πίνακα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου
“EL ENTIERRO DEL CONDE ORGAZ 1586-1588 μ.χ.”
(Από 01 έως 07.10.2010)

Αχοί αειμακάριστοι απλώθηκαν στην πόλη
τα σήμαντρα αλυχτούσανε βαριά στη Σαν Τομέ.
Σαν τότε που αρρώσταινε στους δρόμους με πανώλη
η σάρκα κακοφόρμισε, verdar para pique.4

Κατέβαινε ο θάνατος, ομίχλη στο Τολέδο
μ αργόσυρτα τα βήματα στου χρόνου τα στερνά.
Σαν άσωτος επέστρεφε, σκιά ο Δον Παρέδο,
υπόλογος στην πίστη Της μισεύοντας κεριά.8

Η μάνα που τον λάτρεψε κρατώντας τον διωγμένο
στις φλόγες τον ανέθρεψε με κέρινη θηλή.
Με θρίαμβο απ την πτώση του, θωρώντας τον πια ξένο
σκοτάδι τον στιγμάτισε πετώντας τον στη γη. 12

Ταξίδεψε ονείρωττα με σύννεφου μαντήλι
λαθραία στο μετάξι του, λεκές στον τροπικό .
Ο άνεμος τον χτύπαγε γεμάτο στη σελήνη
σαν πρώιμο και ύστατο δυνάστη διαλεκτό. 16

Χωρίς πυξίδας λάθεμα, γκρεμίστηκε απ τ αστέρια
με λάσπη όπως του πρεπε βαπτίστηκε κορμί.
Την πείνα του ξεγέλασε με άσπρα περιστέρια
διαλέγοντας δυσοίωνους τριγμούς να πορευτεί. 20

Στης γέφυρας το πέρασμα χαμήλωσε το βλέμμα
τον πρώτο σαν συνάντησε λιπόψυχο θνητό.
Τον φίλεψε μ υπόσχεση, στης ύπνωσης το ψέμα
σαν έβρισκε στα μάτια του θυσία με σκοπό. 24

Ο κόσμος δάδες άναβε περνώντας το ποτάμι
τα σύννεφα ναυάγησαν σε όχθες σκυθρωπές.
Τα ρούχα φτώχειας σύμπλεγμα, φροντίδα μα χαράμι,
φθαρμένα μες τις φόδρες τους με σκόρου ενοχές. 28

Γυναίκες στα καζάνια τους σιγόβραζαν σιτάρι
οι δούλες περιφέρονταν σκυφτές στα πλυσταριά.
Ζευγάδες σκνίπα τρίκλιζαν κοιτώντας το φεγγάρι
μποτίλιες μιας ονείρωξης σε λύπης καπηλειά.32



Ο δον Γκονζάλο άχρωμος με μάτια κουρασμένα
στο ξύλινο κρεβάτι του κειτότανε βαθειά.
Τριγύρω του η ομήγυρη θρηνούσε υπνωμένα
καθώς ο ξένος γέλαγε ξωπίσω απ τη βαριά.36


Οι μέρες του στριμώχθηκαν σε ξύλινο θηκάρι
τα φώτα χαμηλώσανε σαν άρχιζε η πομπή.
Το σούρουπο ενάρετο, στην πλώρα του βαρκάρη
πυγμή ωστόσο ζήσιμη δεν είχε να σταθεί.40

Το δέρμα δεν περίμενε πληγή για να ματώσει
η ρόδα σαν στο λάσπινο κυλούσε βιαστικά.
Κατάστηθα δαμάσκηνα, του φόρεσε η Γιόσι
το πρόσωπο σαν κάλυπτε με πένθιμα πανιά. 44

Ο Χόρχε λιποψύχησε θλιμμένος να κοσμήσει
με κέρματα σπανιόλικα τα μάτια στο νεκρό.
Επέλεξε αλίμονο πινέλο να βαστήξει
σμιλεύοντας το πρόσωπο με κίτρινο ωχρό.48

Σ υπόγεια παραμόνευε μιας ρέμπελης πορείας
σουλάτσο σαν με ράθυμο γλιστρούσε σ εποχές.
Προσκόμιζε στ αθάνατο τελάρα οκνηρίας
νεκρών καθώς συνέχεια ,ζωγράφιζε γιορτές.52

Κ ο πίνακας υπέφερε, ιδρώτας στην φανέλα
μ ασκόνιστα γεμίσματα και χρώματα ψυχρά.
Με ζάχαρες που ζάλιζαν, πικρά μια καραμέλα
το φόντο είχε ένοχη, μιας τέρψης συνοχή. 56

Η μοίρα δεν προσπέλασε, στοργή στο κοιμητήρι,
σε πόρτα νιότης διάβηκε, κατάλοιπο ζωής.
Μιας λήθης η κατάνυξη σ αιώνων το ψαλτήρι
κομψά καημούς δυνάστευε στο έλος της στιγμής.60

Στα μάτια η απώλεια σκιρτούσε λιμασμένη
η Γιόσι έπλεκε δάκρια, σε πίκρας υφαντό.
Τον έρωτα που έκρυβε σε πάθους οικουμένη
τον έδυσε στο δείλι του, φιλώντας το σταυρό. 64

Μα πάνω απ το σκέπαστρο που όλους διαφεντεύει
ξεπρόβαλε υπέρλαμπρη δυο άγγελων χροιά.
Με μύρο που απλώθηκε σ ευχής την παινεμένη
αγκάλιασε το σώμα του μ ολόλευκα φτερά.68


Ευθύς ο κόσμος ρίγησε ορθώνοντας το βλέμμα
καθώς με θέρμη οι άγγελοι αγιάζαν τα φλουριά.
Στην αίγλη τους ευλόγησαν πληγών το κάθε ψέμα
σαν χάριζαν στην νύχτα του λαμπάδας φυλαχτά .72

Ο ξένος όμως έκπτωτος με λύσσα μανιασμένη
πετώντας ίσκιος άρπαξε τον κόμη απ τα μαλλιά.
Στο μαύρο καλεντάρι του, τον είχε χρεωμένο
το σώμα σαν δεν στόχευε να κλέψει μυστικά.76

Κατάρα τον κουβάλησε σωσμένο απ το μνήμα
με βλέμμα λύκου λαίμαργο τον έπαιρνε απ τη γη.
Το χώμα θύτης έχασκε λιπόψυχα σαν θύμα
δειλά σαν μέσα του έμπηγε μονάχα το κορμί.80

Οι άγγελοι ξωπίσω του με δόντια γυαλισμένα
τον πήραν στο κατόπι του ν αρπάξουν την ψυχή.
Ο ξένος όμως βάσταγε μ ευλάβεια τα καμένα,
γυμνά ενόχου ένοπλα του δρόμου τους φτερά.84

Ο Χόρχε πέρα έστεκε με δάδα πια σβησμένη
με χρώματα την έκρυψε γελώντας φθονερά.
Στο νου του αλληγόρησε μια βλέψη λαθεμένη
δειλά καθώς του έργου του, τελείωνε δουλειά. 88

Στην γη ο κόσμος έμεινε χωρίς παλμό και σθένος
ορώντας κάποιον ύπουλα να κλέβει τον νεκρό.
Οι λόγχες των δυο άγγελων μακριά απ τ άγιο μένος
δειλά κ απαρηγόρητα σκουριάσαν στον κλαυθμό.92

Γυμνοί στο περιθώριο σίγησαν νικημένοι
προσμένοντας του ύπνου τους την ύστατη φυγή .
Την θλίψη μες το αίμα τους νοθεύσαν δακρυσμένοι
με οίκτο σαν τους κοίμιζε γαλήνιο η ντροπή. 96

Μιας στέψης τρόμου αγάλματα μαρμάρωσαν χαμένοι
προσφέροντας την πίστη τους μ επίφοβη σιωπή.
Στη πόλη δεν απέμεινε, θνητός που να προσμένει
του κόμη νεκρανάσταση, ελπίδα στην αυγή.100

Κ ο ξένος πήγε έκρυψε φωτιά τον πεθαμένο
σε κρύπτη απαστράπτουσα του πόνου πορφυρή.
Τον έστεψε στ αθάνατο χωρίς πια πεπρωμένο
να ζήσει πρωτογέννητος, ξανά απ την αρχή.104



Οι δείκτες χρόνια νίκησαν κ ο Χόρχε ξεχασμένος
στον πίνακα πειστήριο δεν βρήκε να σωθεί .
Δεν έμαθε πώς θα πρεπε αν ήταν διαλεγμένος
τον ξένο αν στις μέρες του ,τον φίλευε πυγμή.108

Το πρόσωπο πια σβήστηκε αδέξια με νέφτι
στην μνήμη μύθος στάθηκε θλιμμένη προσμονή.
Θλιμμένος καθώς έφευγε κοιτώντας τον καθρέπτη
νανούρισε τα λάθη του γυρνώντας το κλειδί. 112

Το γέρικο στον ίσκιο του κουφάρι πήρε βράδυ
τα βήματα τον έστελναν στο φως της Αλκαντάρ.
Θηλιά στερνής μετάνοιας φορούσε γι άγριο χάδι
χορδή μιας φάλτσης έσπασε μπαλάντας με σιτάρ. 116

Αθάνατη την τέχνη του δεν έμελε να σώσει
προδίδοντας ακόμιστα, στον ξένο τον Θεό.
Κ αν μάταια ο πίνακας στον χρόνο θα σκεβρώσει,
το ξύλο απ την κορνίζα του, θα μένει στο Τολδόθ. 120

ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Το μεγαλύτερο ποίημα που είχα την τιμή και την αξίωση να γράψω κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών γραφής μου. Ειλικρινά δεν μπορώ να θυμηθώ η ιδέα από πού και πώς μου ήρθε. Από το πουθενά έπεσε από το μυαλό μου ο αγαπημένος πίνακας του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου «Η ταφή του κόμη Οργκάθ» και μετά άρχισε το ψάξιμο για την συλλογή πληροφοριών. Ο κεντρικός λοιπόν ήρωας του πίνακα (ο οποίος και ξεκίνησε το 1586 κ ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα), ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος ο οποίος πήρε και τον τίτλο του κόμη (Don Gonzalo Ruiz το πραγματικό του όνομα) μετά την απώλεια των γονιών του και τις δωρεές που προσέφερε σε φτωχούς και στην εκκλησία του Αγίου Θωμά (Santo Tome) στο Τολέδο. Το 1313 μχ πέθανε και σύμφωνα με την δοξασία κατά την διάρκεια της ταφής του οι ουρανοί άνοιξαν και κατέφτασαν (οι δύο άγγελοι) ο Άγιος Στέφανος με τον Άγιο Αυγουστίνο οι οποίοι τον έθαψαν. Περίπου δυόμιση αιώνες μετέπειτα ο Andres Nunez ο ιερέας της ενορίας του Σάντο Τομέ ανέθεσε στον Θεοτοκόπουλο την δημιουργία αυτής της δοξασίας. Κάπως έτσι ο πίνακας μέχρι και τις μέρες που βιώνουμε κοσμεί την εκκλησία του Τολέδο που παράλληλα ήταν και η ενορία του ίδιου του Ελ Γκρέκο. Μέχρι εδώ όλα καλά…
Στόχος μου όμως δεν ήταν να αποτυπώσω απλά αυτήν την ιστορία κάνοντας μία απλή αντιγραφή των πληροφοριών που είχα συλλέξει μέχρι τώρα. Έχοντας πάντοτε στο μυαλό μου ότι η ζωή δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία αδιάκοπη μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, θέλησα να βάλω μέσα στην ιστορία και την άλλη πλευρά προσπαθώντας να δημιουργήσω μια δική μου ισορροπία δίχως να γνωρίζω αν θα μπορούσε έστω και στην φαντασία μου να ευσταθεί κάτι τέτοιο.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
1.ΔΟΝ ΓΚΟΝΖΑΛΟ ΡΟΥΙΘ (ΚΟΜΗΣ ΟΡΓΚΑΘ)
2.ΔΟΝ ΠΑΡΕΔΟ Ο ΞΕΝΟΣ (Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ)
3.ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΙ (ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ)
4.ΧΟΡΧΕ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ
5.ΓΙΟΣΙ Η ΕΒΡΑΙΑ
ΠΛΟΚΗ: Έπλασα λοιπόν τον Δον Παρέδο ,ο οποίος δεν είναι άλλος πέρα απ τον διάολο που φτάνει στην πόλη για να κλέψει την ψυχή του πεθαμένου (αν δεχτούμε την θεωρεία ότι οι ψυχές μέχρι το σώμα να θαφτεί , παραμένουν μετέωρες σε ένα είδος καθαρτηρίου προσμένοντας τις τύχες τους) στερώντας την απ τον παράδεισο απ όπου και είχαν καταφτάσει και οι δύο άγγελοι για να πάρουν μαζί τους τον Οργκάθ. Στους στίχους 9-12 περιγράφω το πώς γεννήθηκε και γιατί κατέβηκε στην γη Το τετράστιχο δίνει και τον χαρακτηρισμό «ξένος» στο Δον Παρέδο, μία λέξη που στην πορεία του ποιήματος βρίσκεται αρκετές φορές για να τον χαρακτηρίσει.. Ο ισπανικές λέξεις που τελειώνουν τον τέταρτο στίχο είναι μια τοπικιστική αργκό που σημαίνει «αλήθεια να πνιγεί»..Στους στίχους 13-20 βλέπουμε το ταξίδι του ξένου προς την γη και την άφιξή του.Μέσα στο ποίημα θα βρούμε κ άλλα πρόσωπα όπως ο Χόρχε (τ όνομά του είναι παρμένο από τον γιο του Θεοτοκόπουλου ο οποίος βρίσκεται και στον πίνακα αγγίζοντας το χέρι του Αγίου Στέφανου) ο οποίος είναι ένας ματαιόδοξος αρτίστας που έχει την τάση να ζωγραφίζει (ένα ακόμη πέρασμα στον Θεοτοκόπουλο) και πάλι κυρίως κακοφτιαγμένα «πορτραίτα» κηδειών πουλώντας τα για να ζήσει. Στόχος του είναι η αθανασία μέσω της τέχνης που υπηρετεί δίχως όμως ούτε και ο ίδιος να μπορεί να το πιστέψει αληθινά. Οι στίχοι 21-28 μιλάνε για την πρώτη και ουσιαστικά τελευταία συνάντηση του Δον Παρέδο με τον Χόρχε, και η υπόσχεση που του δίνει βλέποντας την ματαιόδοξη πλευρά του εαυτού του συναντώντας τον πάνω στην γέφυρα (Αλκαντάρ).Η πορεία του ποιήματος συνεχίζεται με τους στίχους 25-40 όπου και γίνεται περιγραφή για τις διεργασίες που κάνει ο κόσμος πριν και μετά την κηδεία ,όπως και παράλληλα μια περιγραφή του ίδιου του Οργκάθ που βρίσκεται νεκρός στο κρεβάτι του σπιτιού του πριν ξεκινήσει η πομπή. Στον στίχο 43θα αναφερθεί ένα ακόμη πρόσωπο με τ όνομα Γιόσι (Γιουσουα..Γιοσουέ..Τζόζεφ..Ιωσήφ) ,μια γυναίκα με Εβραϊκή καταγωγή (την εποχή εκείνη συνυπήρχαν Ισπανοί ,Άραβες και Εβραίοι στο Τολέδο) η οποία ήταν σε όλη της την ζωή ερωτευμένη με τον Δον Γκονζάλο (Οργκάθ) δίχως ποτέ να εξομολογήσει σ αυτόν ό,τι για εκείνον ένιωθε. Στους επόμενους στίχους 53-64 γίνεται και πάλι μια αναφορά στον Χόρχε και τον ευπαθή χαρακτήρα του ο οποίος θα παίξει ρόλο στην αποστολή που έβαλε τον εαυτό του να συμμετάσχει, καθώς και μια μικρή περιγραφή του πίνακα που είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει. Η στιγμή και η παράξενη αίσθηση του κόσμου καθώς έφτανε στο κοιμητήρι πρωτοστατούν στους στίχους 57-60. Οι επόμενοι στίχοι 61-64 φέρουν την Γιόσι να βρίσκεται δακρύζουσα κοντά στον αγαπημένο της (Δον Γκονζάλο) και να υποφέρει στο μαρτύριο της απώλειας καθώς φιλούσε τον σταυρό πάνω απ το μνήμα.Η συνέχεια έρχεται με τους στίχους 65-72 απ όπου και περιγράφεται η επίσκεψη των δύο Αγγέλων στην γη όπου και αγκαλιάζοντας το σώμα το ευλόγησαν λίγο πριν το ενταφιάσουν. Εδώ έστω και ανεπίσημα τελειώνει το πρώτο μέρος του ποιήματος που βασίζεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε αληθινά γεγονότα της ήδη γνωστής δοξασίας.
Οι στίχοι 73-80 περιγράφουν την κίνηση που έκανε ο Δον Παρέδο ν αρπάξει τον νεκρό με λύσσα και φθόνο έχοντας ως μέλημα ν αρπάξει απ τους αγίους την ψυχή του. Στο μετέπειτα οκτάστιχο 81-88 έρχεται η προσπάθεια των αγγέλων να κυνηγήσουν τον ξένο προσπαθώντας να πάρουν πίσω την ψυχή του Οργκάθ μα κ η παράλληλα παγίδα που είχε εκ των προτέρων στήσει ο ξένος εις βάρος τους, καίγοντας τους τα φτερά με την βοήθεια του Χόρχε που του είχε υποσχεθεί καταξίωση και αθανασία . Οι στίχοι 89-100 περιγράφουν την ντροπή και την λύπη που ένοιωσαν οι άγγελοι που δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον ξένο καθώς και την έκπληξη του πλήθους που δεν μπορούσε να δεχτεί ότι αυτό που πίστευαν θα μπορούσε έστω και από δόλο να χάσει δίχως καν να πολεμήσει. Οι δύο άγγελοι έγιναν πεθαίνοντας αγάλματα πλασμένα από τον οίκτο του Θεού. Η κατάληξη δεν είναι άλλη πέρα απ αυτήν που βρίσκεται στους στίχους 101-104 και λέει πως ο ξένος πήρε τον πεθαμένο δίπλα α του γεννώντας τον ξανά χωρίς ψυχή να ζήσει στο δικό του σκοτεινό βασίλειο μακριά από τον Θεό. Στο σημείο αυτό τελειώνει και το δεύτερο μέρος του ποιήματος.
Ο επίλογος βρίσκεται στους τελευταίους στίχους 105-120 όπου συναντάμε τον Χόρχε μετά από πολλά χρόνια γερασμένο να αναλογίζεται το μέγεθος του κακού που έκανε στην ανθρωπότητα, συμμαχώντας με τον ξένο προδίδοντας ταυτόχρονα τον Θεό. Ο ξένος δε τον ξεγέλασε αφού ενώ του είχε υποσχεθεί αιωνιότητα μέσω της καταξίωσης του στην τέχνη δεν του την πρόσφερε ποτέ. Κ έτσι το πρόσωπο που απεικόνιζε τον πεθαμένο μέσα στην απόγνωσή του δημιουργού του ξέφτισε με νέφτι..Ο Χόρχε μετανιωμένος συνειδητοποίησε ότι ο ξένος δεν πήρε μαζί του όποιον βρήκε μα επέλεξε την ψυχή κάποιου διαλεγμένου και εκλεκτού, απορρίπτοντας παράλληλα την δική του..Μες τις τύψεις , μετανοιωμένος τα βήματά του τον έφεραν στην πάνω στην γέφυρα (ΑΛΚΑΝΤΑΡ) απ όπου και κρεμάστηκε. Το τελευταίο τετράστιχο 1117-120 απλά τονίζει ότι μπορεί η τέχνη του ποτέ να μην έγινε αθάνατη κ ο τελευταίος πίνακάς του στον χρόνο να σκέβρωσε αλλά με τον τελευταίο (αλληγορικό) στίχο αφήνεται μετέωρη η ιδέα ότι το ξύλο του πίνακα (σαν ένα αντίστοιχο Άγιο ξύλο του Σταυρού) θα κρατήσει την πίστη του κόσμου (ΣΤΟ ΚΑΚΟ) ζωντανή. Χρησιμοποιώ σκόπιμα το ρήμα σ αυτόν το χρόνο (ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ),για να δώσω κάποιο κρυφό νόημα πώς το ξύλο αυτό θα μείνει ζωντανό στις συνειδήσεις των ανθρώπων μέχρι την μέρα που κάποιος θα έχει την δύναμη και το ψυχικό σθένος να υπερνικήσει το κακό προσφέροντας τα σκήπτρα και πάλι στον Θεό. Αυτά…
ΣΤΗΣΙΜΟ: Το ποίημα έχει 30 τετράστιχα, τα οποία δίνουν 120 στίχους χωρισμένους σε τρία νοηματικά μέρη. Το πρώτο ξεκινάει το ποίημα με τους στίχους 1 έως 72. Το δεύτερο το συνεχίζει, από τους στίχους 73 έως 104 και το τρίτο το ολοκληρώνει με τους στίχους 105 έως 120. Κλασσικό δεκαπεντασύλλαβο με δεκατετρασύλλαβο (που πάντοτε η πρώτη λέξη του κάθε στίχου ξεκινάει τονισμένη στην δεύτερη συλλαβή.)και ρίμες ένα-τρία και δύο-τέσσερα.



 
COMMENTS