Αύριο πάλι

author:  andreaswine
0.0/5 | 0


Φύλλο τεσσάρων ημερών πορείας.

Ύπνος σε όλη την διαδρομή με το τρένο.

Το πρώτο πανδοχείο που συνάντησα λεγόταν «Η Ελλάς».

Δεν είχα το κουράγιο να γελάσω στην σκέψη της στημένης φάρσας μιας θητείας.

Η συμφωνία ήταν ένα βράδυ προκαταβολή ένα βράδυ πληρωμένο την ήμερα της αναχώρησης κι ένα κερασμένο. Κι ο λόγος , απλός. Ο μουστάκιας είχε υπηρετήσει στον Έβρο.

Το επόμενο πρωί φόρεσα τα τσαλακωμένα μου ρούχα.

Αγόρασα τοπική εφημερίδα και ρώτησα τον περιπτερά για κορίτσια.

Μου σύστησε να φύγω για τα σύνορα με τον Αστέριο.

Του έδειξα πόσο θα με ενδιέφερε αν δεν ήμουν έφεδρος.

Στρίμωξε την μούρη του στο άνοιγμα του περιπτέρου και φόρεσε το έτοιμο ζόρικο ύφος του. Αστραπιαία ματιά δεξιά αριστερά και πάνω από τις καραμέλες μου εξομολογήθηκε πως αν διαθέτω τα χρήματα μπορεί να μεσολαβήσει.

Την δεύτερη μέρα δεν πήρα εφημερίδα.

Κι η αδρεναλίνη μου στα σύνορα ανέβηκε περισσότερο απ’ότι την περασμένη.

Την τρίτη έχασα το λεωφορείο στο σταθμό τον υπεραστικών.

Αντάλλαξα το εισιτήριο με έναν Αλβανό που είχε με το ιντερσίτι που αναχωρούσε σε μισή ώρα.

Στο βαγόνι γνώρισα κάποιον που μετατέθηκε στην Χαλκίδα κι άλλους δύο που το χαρτί τους ανέγραφε τον ίδιο με μένα προορισμό.

Πρωτεύουσα είναι η πόλη που έχει απευθείας ανταπόκριση από τον σταθμό του τρένου, για το κέντρο.

Στην γωνία της Βασ.Σοφίας με την Ηρώδου Αττικού τράκαρα με ακόμα εφτά παιδιά που περίμεναν να γίνουν μεγαλύτερη ομάδα και να μαζέψουν περισσότερο κουράγιο.

Τους προσπέρασα και μ΄ακολούθησαν.

Δεν ήμουν ατρόμητος.

Διαφορά υπήρχε στον φόβο.

Για μένα ήταν το άγνωστο όσο για εκείνους ήταν οι φουσκωμένες ιστορίες για κακομεταχείρηση.

Ο σκοπός μας καλωσόρισε με ένα πλατύ χαμόγελο και μας έδειξε με το τουφέκι τα σκαλιά που οδηγούσαν στο «ενυδρείο».

Ένας-ένας άφηνε τα χαρτιά του στο γραφείο διάλεγε κρεβάτι, κλείδωνε λουκέτα.

Συμπλήρωσα μια φόρμα.

Μα η δεύτερη ήταν η σημαντική.

Αναφορά, που και με ποίον θα μείνω.

Ανάθεμα κι αν θυμόμουν την διεύθυνση και το τηλέφωνο των γωνιών μου.

Μπαμ η σφραγίδα.

Μπαμ κι η ανακοίνωση.

Να αλλάξω τα χακί με πολιτικά και να φύγω με την ευχή για ένα καλό σαββατοκύριακο.

Δεν σκέφτηκα στιγμή πως όλο αυτό είναι θεατρικό.

Βρήκα ένα δωμάτιο στην Πειραιώς.

Κοιμόμουν επί είκοσι ώρες.

Το πρωί της Δευτέρας ένιωσα τόσο έντονη την θέληση να κλείσω τα μάτια στο Σύνταγμα και να ακούω το βουητό των τροχοφόρων.

Αντί γι αυτό επιτάχυνα το βήμα μου κι άνοιξα τα πνευμόνια μου να συλλέξουν καυσαέριο.

Τα βήματα βαριά.

Λίγο ακόμα και θα ένιωθα το κράσπεδο να τρέμει.

Λίγο ακόμα … και το ένιωσα έξω απ’την πύλη.

Το προκαλούσαν οι τρεις Εύζωνες που ξεκινούσαν για την υπηρεσία.

Ακόμα χάζευα.

Με τύφλωνε ο ήλιος κι εκεί δέχτηκα το πρώτο χαστούκι.

Μια φωνή πολλών ντεσιμπέλ να με διατάζει να σταθώ προσοχή.

Όσοι φορούσαν χακί είχαν το βλέμμα του διαβόλου και μοίραζαν «μπακαλιάρους».

Αφηνιάζονταν σαν τους κοιτούσα στα μάτια.

Ήταν το πρώτο που απαγορευόταν.

Να μην κοιτώ κανέναν.

Να μην κοιτώ πουθενά.

Σχεδόν αμφέβαλλα για τα βήματα μου.

Το ξύλο δεν θα το άντεχα κι είχε φτάσει μεσημέρι.

Λίγο ξύλο μετά το φαγητό κι εξοδόχαρτο.

Κλωτσιές μέχρι την πύλη.

«Αύριο πάλι».



 
COMMENTS