Η ομορφότερη γυναίκα της πόλης

author:  andreaswine
0.0/5 | 0


Ποτέ δε μ΄άρεσε να κάνω μπάνιο με κάποιον άλλο κι η πρώτη μου φορά ήταν μαζί σου.

Και γελούσες ενώ ζαλιζόμουν κάτω από το νερό.
Με συντροφεύουν έντονες ζαλάδες όταν το νερό τρέχει στο κεφάλι μου όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.
Κι ακόμα και τώρα που τις σκέφτομαι, τις νιώθω.


Ξόδευες τόσο χρόνο μετά, να απλώνεις κρέμες . τόσα σωληνάρια σκόρπια πάνω στο κρεβάτι.


Πως γλιστρούσες στα χέρια μου όταν κάναμε έρωτα και πόσο εκνευριζόμουν.

Σου ζητούσα να βάλεις ξυπνητήρι για να σηκωθώ να πάω στη δουλειά κι ήξερα πως το αγνοούσες.



Κι ήξερα, πως ήξερες, πως δεν θα κοιμόμουν.

Ήξερες τι ώρα θα φύγω.

Ήξερες που θα πάω.

Πόσα λεφτά θα βγάλω.

Τι θα κάνω και ποιόν θα δω.

Εσείς οι γυναίκες τα ξέρετε όλα αυτά.

Κι ερχόσουν από το κρεβάτι στον καναπέ
να με ξυπνήσεις , τάχα.

Κι έκανα πως δεν θέλω, τάχα.

Και μου έλεγες πρέπει, τάχα.

Προτού φύγω σου έδινα την ευχαρίστηση πως πηγαίνω στη δουλειά για να έχουμε λεφτά να βγούμε και να πιούμε.

Να είμαστε οι καλοπληρωτές των μπαρ.

Και θα φιλιόμαστε όταν ο μπάρμαν θα μας κερνά.

Έπαιζες θέατρο. Που το μαθαίνετε τόσο θέατρο?

Έκλεινα την πόρτα πίσω μου με την σιγουριά πως θα χόρταινες ύπνο μέχρι να επιστρέψω.

Θυμάμαι επίσης όταν επέστρεψα ένα απόγευμα απ τη δουλειά και μου κόλλησες το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί μου.

«Μίλα, μίλα είναι ο Άλεξ». με διέταζε το χαμόγελο σου.

Ο Άλεξ ήταν ότι σου έλειπε από μένα με πασπαλισμένο καθωσπρεπισμό , λίγη μουχλιασμένη φινέτσα και λίγδα στα μαλλιά.

«Σε τι δουλειά ήσουν»?

«Στην ίδια… σήμερα πήγαμε στο Γαλλικό κολλέγιο.»

«Σοβαρά;Τί έκανες εκεί; Καμιά διάλεξη;»

«Όχι ακριβώς..αλλά κάτι εξίσου σπουδαίο. Έτριβα πατώματα για 10 ώρες . 80 ευρώ την ημέρα».

«Έχεις χιούμορ»… δεν με πίστευε.

Μόνο αν μύριζε όπως εσύ, τα απορρυπαντικά και τον ιδρώτα πάνω μου.

Τις μυρωδιές αυτές τις ξεχνούσα αργά το βράδυ στο μπαρ και μετά από αρκετά ποτά.
Με τρεμάμενη φωνή ψέλλιζα στου μπάρμαν το αυτί «η ομορφότερη γυναίκα της πόλης βγαίνει μαζί μου».


Κι αργότερα με την ίδια χροιά στη φωνή, βγάζοντας το καπέλο μου στη μέση του δρόμου σου έλεγα πως «θαυμάζω το κουράγιο σου να βγαίνεις μαζί μου την ώρα που θα μπορούσες να βγαίνεις και να πλαγιάζεις με όποιον άλλο θες. Με ακριβά αμάξια σε καλύτερα μπαρ.»

Δεν το έλεγα για αν σε καλοπιάσω.
Δεν ήταν κοπλιμέντο.
Ούτε εννοούσα πως ήταν πολύ.
Δεν ήταν ούτε πολύ μα ούτε και λίγο.
Ακόμα, δεν ήταν ούτε καλό ούτε κακό.


Κι όπως όλα… είχε το τέλος του.
Τίποτα δεν κρατά για πάντα.
Και πάλι απ την αρχή.


Γιατί ξεχνούμε από πού ξεκινάμε;

Το υλικό που τροφοδοτούμε όλες μας τις ασχήμιες.

Που θέλουμε να καταλήξουμε το βράδυ.

Και που θέλουμε να ξυπνήσουμε το πρωί.

Κι όταν βρέξουμε με κρύο νερό το πρόσωπο μας,
ίσως …καμιά φορά… να πούμε στον καθρέφτη
ή «τέλος» ή «καλά είμαστε».


...ότι μας βολεύει

...και ξανά από την αρχή.

Τίποτα δεν αλλάζει.

Μέχρι να ωριμάσουμε κι άλλο.

Και νιώθω τόσο άγουρος.

Για σένα δεν το συζητώ.

Poem versions


 
COMMENTS