Forever more | version: 30.07.2011 17:15

author: andreaswine
0.0/5 | 0


Καβάλησα το ποδήλατο και μετά από πέντε δυνατές πεταλιές με πήρε η κατηφόρα για Πετράλωνα.


Στο σπίτι με περίμενε η Νίκη και ο Φώτης κι απόψε θα γνωρίζαμε τον Διονύση και την Πένυ.

Το λαχάνιασμα δεν με είχε αφήσει ακόμα και την ώρα που πέρασα την πόρτα. Όλοι ήταν εκεί.


«Ανδρέα από εδώ ο φίλος μου ο Διονύσης. Διονύση ο Ανδρέας που σου έλεγα. Κι η Πένυ.»

Δεν μ ένοιαξε να παρατηρήσω και να δώσω χρόνο στον Διονύση αφού το χαμόγελό μου όπως και της Πένυ είχαν παγώσει.

Και δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή να υπολογίσω πόσος χρόνος είχε περάσει από την τελευταία φορά που την είδα.

Πίναμε κόκκινο κρασί συζητώντας και φτιάχναμε τσιγάρα.

Ανάβοντας το τρίτο, αναρωτιόμουν γιατί δεν είχα μαστουρώσει ακόμα.

Κι ούτε ματιά στην Πένυ.

Η μουσική άλλαξε , η συζήτηση διακόπηκε και τα ρούχα βγήκαν.

Τότε κοίταξα την Πένυ. Κι ήταν ακριβώς όπως την θυμόμουν προ τριών ετών.

Στα πρώτα της βογγητά κατάλαβα πως θα έχω ένα δύσκολο βράδυ.

Είχαν όλοι ερεθιστεί τόσο και ήταν παράξενο πως χωρούσαν κι οι τέσσερις στον καναπέ.

Αργότερα στο στρώμα υπήρχε η ίδια ένταση και εμένα απόντα.

Ο Διονύσης με την συμπαράσταση να πετάγετε από τα μάτια του μου είπε ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο.

«Ανδρέα, να τρως καρπούζι. Πολύ καρπούζι. Είδα στον “σκάι” ένα ντοκιμαντέρ που έλεγε πως το κύριο συστατικό του Viagra προέρχεται από το ταπεινό νερουλό καρπούζι».

«δυσκολεύομαι να το πιστέψω» κι άναψα κι εγώ το δικό μου τσιγάρο.

«σκέψου τους γύφτους που πωλούν καρπούζια. Έχουν από μια ντουζίνα παιδιά ο καθένας»

Ένας-ένας έκανε το μπάνιο του κι ερχόταν στο σαλόνι.

Την ώρα που η Πένυ πλενόταν η Νίκη ρώτησε βιαστικά.

«Που την γνώρισες ρε Διονύση την γκόμενα»

«το καταλάβατε, ε; ε… ας μην κρύβομαι άλλο… είναι βίζιτα.»


(αυτό δεν το ήξερα) σκέφτηκα


«έχει και δύο παιδιά…»


(αυτό το ήξερα… δίδυμα )





Στην κουζίνα συνάντησα την Πένυ.
«μην πεις κουβέντα μέχρι να τελειώσει», της ζήτησα με φωνή που με βία έβγαινε από το στόμα μου.
Δεν ήθελα με τίποτα να ξέρουν κι οι υπόλοιποι αυτό που μοιραζόμουν με την Πένυ.
Και το μαρτύριο δεν άργησε. Χαιρετηθήκαμε κι η Πένυ μου έκανε το σινιάλο που γνώριζα και σήμαινε «θα τα πούμε αργότερα».





«Φώτη, θα φτιάξω ακόμα ένα τσιγάρο. Θες κι εσύ»;

« ναι … και να σου πω…»

«…ναι»

«μην αγχώνεσαι… γι απόψε. Επειδή σε ξέρω τόσο καλά το λέω. Είδα που κόλλησες. Είσαι άλλη φάση εσύ. Πιο… πώς να το πω… κι αυτή η καριόλα νόμιζε πως ήταν το επίκεντρο απόψε και φώναζε σαν τρελή…. Γι αυτό σου το λέω. Μην αγχώνεσαι. Όλα καλά».

« ναι ρε Φώτη. Όλα καλά».

Τελειώνοντας το τσιγάρο έπεσα πάνω στη Νίκη και την πήδηξα σαν βιαστής.

Στο δρόμο για το σπίτι σταμάτησα κι αγόρασα χοτ-ντογκ.

Η φωνή της έβγαινε από τον τηλεφωνητή κι έλεγε.

« Ήξερα πως θα ξαναβρεθούμε σύντομα F.M. αλλά δεν περίμενα να γίνει σε μια τέτοια παρτούζα. Δεν σου αφήνω τηλέφωνο γιατί ξέρω πως δεν θα μου τηλεφωνήσεις. Έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου.»


Το ξημέρωμα με βρήκε στο μπαλκόνι. Να καπνίζω ακόμα ένα τσιγάρο και να κοιτώ τα χοτ-ντογκ.

Το κουδούνι χτύπησε.

Το ασανσέρ ανέβηκε.

Η πόρτα άνοιξε.

«Γιατί έφυγες από την Ιθάκη Πηνελόπη»;

« Για να μπορώ να γυρίζω όποτε θέλω».

Poem versions

 
COMMENTS